- αποκρεμώ
- (-άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι)Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτωνεοελλ.1. τελειώνω το κρέμασμα2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένοαρχ.φρ.1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν» — χαλαρώνω, ξεκουράζομαι2. «χορδὰν πλῆκτρον ἀπεκρέμασεν» — το πλήκτρο έσπασε τη χορδή και την έκανε να κρέμεταιII. (-ιέμαι) (-μαμαι, -μώμαι) κρεμιέμαι από κάπουνεοελλ.1. σκύβω από ψηλά2. εξαρτώμαι από κάποιον, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάποιοναρχ.1. απομακρύνομαι2. ξεσφίγγω, χαλαρώνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.